Το 1948 ο Νίκος Καζαντζάκης ολοκληρώνει στην Αντίμπ της Γαλλίας, που έχει εγκατασταθεί πλέον μόνιμα, ένα από τα πιο γνωστά μυθιστορήματα του, το «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται».

Το βιβλίο σημειώνει μεγάλη εκδοτική επιτυχία και σύντομα αρχίζουν πολλές μεταφράσεις και μεταφορές σε άλλα είδη τέχνης όπως θέατρο, κινηματογράφος, όπερα και τηλεόραση, που σημαδεύουν την πορεία του.

Το 1955, ο επιτυχημένος Αμερικάνος σκηνοθέτης Ζυλ Ντασσέν επισκέφτηκε το ζεύγος Καζαντζάκη στο σπίτι τους στη νότια Γαλλία, το θρυλικό «Κουκούλι», όπου τους διάβασε το σενάριο που είχε ετοιμάσει για την κινηματογραφική μεταφορά στα Γαλλικά του «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» με τον τίτλο «Celui qui doit mourir» («Αυτός που πρέπει να πεθάνει»). Σε επόμενη επίσκεψη, τον σκηνοθέτη θα συνοδέψει η σύζυγός του, Μελίνα Μερκούρη, που έμελλε να εξελιχθεί σε καλή φίλη του ζεύγους και είναι αυτή που σαν Υπουργός Πολιτισμού θα εγκαινιάσει το Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη αρκετά χρόνια αργότερα. Το σενάριο του Ντασέν άρεσε στον Καζαντζάκη και προχώρησαν οι διαδικασίες γυρίσματος της ταινίας.

Η ταινία γυρίστηκε καλοκαίρι στην Κριτσά Λασιθίου στην Κρήτη με τους κατοίκους του χωριού να συμμετέχουν ενεργά στην υποστήριξη και σε πολλές σκηνές, καθώς θεωρούσαν τιμή τους να αποτελούν μέρος ενός έργου του Καζαντζάκη. Ο Ντασέν για να εκμεταλλευτεί στο μέγιστο τον καλοκαιρινό κρητικό ήλιο και το φως που αυτός χαρίζει επέλεξε να γυρίσει ασπρόμαυρη την ταινία με λιτό και πραγματικό σκηνικό με το γνήσιο τοπίο να πρωταγωνιστεί. Τα γυρίσματα ολοκληρώθηκαν το 1957, με τη Μελίνα Μερκούρη στον ρόλο της Μαγδαληνής και τον Πιερ Βανέκ σ’ εκείνον του Χριστού.

Τη μουσική υπέγραφε ο Ζωρζ Ορικ, αλλά η επιμέλεια των ελληνικών θεμάτων με τα θαυμάσια χορωδιακά, που είτε τραγουδούν τον εθνικό ύμνο, είτε ψαλμούς, είτε δημοτικά τραγούδια, επιτείνοντας τους επιβλητικούς τόνους και δίνοντας μια ισχυρή ελληνική ταυτότητα στο έργο, είναι του Μάνου Χατζιδάκι.

Το ενδυματολογικό κομμάτι της υπόθεσης ανέλαβε μία άλλη τεράστια προσωπικότητα της Νεοελληνικής Τέχνης, ο Γιάννης Τσαρούχης. Ο Γιάννης Τσαρούχης (1910–1989), θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους Έλληνες ζωγράφους με διεθνή προβολή ιδιαίτερα στη Γαλλία, την Ιταλία και τις ΗΠΑ. Παράλληλα, εργάσθηκε και ως σκηνογράφος σε ελληνικά και σε ξένα θέατρα με μεγάλη πάντα επιτυχία. Το έργο και η προσωπικότητά του επηρέασαν καθοριστικά τη Νεοελληνική Τέχνη πρωτοστατώντας στο αίτημα της εποχής για την ελληνικότητα της τέχνης σε αρμονική όμως, συνύπαρξη με τα παγκόσμια καλλιτεχνικά ρεύματα. Οι δημιουργίες του περικλείουν αφομοιωμένα πολλά λαϊκά και λαογραφικά στοιχεία από τη λαϊκή αρχιτεκτονική και ενδυμασία, μέχρι σκηνές από την καθημερινότητα του απλού Έλληνα στις γειτονιές του Πειραιά και της επαρχίας και φόρμες με προέλευση από τη βυζαντινή αγιογραφία.

Το σχόλιο του Οδυσσέα Ελύτη πάνω στην Τέχνη του Τσαρούχη είναι ενδεικτικό της αξίας αυτής: «Όταν ο ζωγράφος αυτός τόλμησε να αναζητήσει τον Ερμή, όχι στο όρος Όλυμπος, αλλά στο «Καφενείον ο Όλυμπος», ένας μύθος κατέβηκε από τα βιβλία στη ζωή, ενώ το μάτι του καλλιτέχνη υποχρεώθηκε να ατενίσει αλλιώς τον κόσμο. Με άλλα λόγια, η νεοελληνική πραγματικότητα, παραμορφωμένη μέχρι τότε από μια ψεύτικη φιλολογία, ερχόταν να πάρει τη φυσική της θέση μέσα στα πλαστικά ενδιαφέροντα του καιρού μας. Και ο ζωγράφος επωμιζόταν τις ευθύνες να βρει τη μοναδική έκφραση που άρμοζε στην ιδιοτυπία της. Στο μέτρο που ο Τσαρούχης φάνηκε άξιος να καθαρίσει το εικόνισμα του Ελληνισμού από τα περίσσια μαλάματα, είναι ένας επαναστάτης που δεν πήγε να καταλύσει, αλλά να ανακαλύψει μια παράδοση. Στο μέτρο όμως, που πέτυχε να αξιοποιήσει τα κρυφά της διδάγματα, είναι ένας κλασσικός.» 

Το Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη έχει την μεγάλη χαρά και τιμή να έχει στη συλλογή του και να εκθέτει στη Μόνιμη Έκθεσή του τα σχέδια δύο κοστουμιών του Τσαρούχη για την ταινία του Ντασέν, καθώς και μια φωτογραφία από τη δοκιμή των κουστουμιών με τον Τσαρούχη να επιβλέπει την πρόβα. Πρόκειται για τα κουστούμια των χαρακτήρων «Παπά-Φώτης» και «Γιουσουφάκι». Είναι σχεδιασμένα πάνω σε χαρτί από μπλοκ ζωγραφικής διαστάσεων 35 εκ. Χ 25 εκ. και φέρουν υπογραφή του δημιουργού τους. Τα μοναδικά αυτά σχέδια αποτελούν δωρεά του Ν. Λ. Τουτουντζάκη προς Μουσείο Καζαντζάκη και τον ιδρυτή του, Γιώργο Ανεμογιάννη. Το Μουσείο στη συστηματική προσπάθειά του να προστατεύει τις συλλογές του προχώρησε το διάστημα 2008–2009 στην πλήρη συντήρηση των σχεδίων αυτών, καθιστώντας τα πλέον ασφαλή στο πέρασμα του χρόνου. 

Η ταινία έκανε πρεμιέρα στις 3 Μαρτίου 1957 στο επίσημο πρόγραμμα του Φεστιβάλ των Καννών με τον Καζαντζάκη και την Ελένη να είναι παρόντες, πλάι στον Ντασέν και τη Μελίνα. Κατά την πρεμιέρα ο σκηνοθέτης δηλώνει πως «οι εβδομάδες που πέρασα εις την Κρήτη απετέλεσαν μια αλησμόνητη εμπειρία. Οι Κρητικοί είναι άνθρωποι πολύ πτωχοί, αλλά κάθε άλλο παρά αξιοθρήνητοι. Ζητούν από τον άνθρωπο να είναι ήρωας. Με έκαναν να γνωρίσω μια νέα διάσταση του ανθρώπου». Από την άλλη μεριά, ο ίδιος ο Καζαντζάκης συγκινημένος δήλωσε: «Δεν είμαι από τους συγγραφείς εκείνους που θέλουν η ταινία να αποτελεί πιστό αντίγραφο του έργου. Ο κινηματογράφος οφείλει να υπακούσει σε μια τεχνική πολύ διαφορετική από την τεχνική του μυθιστορήματος. Μπορώ να σας πω ότι η ταινία του Ζιλ Ντασσέν με συνεκλόνισε και είμαι ευτυχής, διότι η διασκευή δεν πρόδωσε καθόλου το πρωτότυπο.» Αυτή ήταν η μοναδική ταινία που βασιζόταν σε έργο του και μπόρεσε να παρακολουθήσει ο Καζαντζάκης, καθώς μερικούς μήνες αργότερα άφησε την τελευταία του πνοή.

Η ταινία θεωρούταν το φαβορί για τον Χρυσό Φοίνικα, αλλά απέσπασε τελικά την εύφημο μνεία της κριτικής επιτροπής για το θάρρος με το οποίο καταγγέλλει διάφορες πλευρές του ανθρώπινου εγωισμού, στις οποίες αντιτάσσει τις αρετές της δικαιοσύνης και της χριστιανικής αγάπης.

Η μοναδική σκηνοθετική προσέγγιση του Ντασσέν, η άψογη ερμηνεία των πρωταγωνιστών, η υποβλητική μουσική, το ανόθευτο κρητικό τοπίο, η ενεργή εμπλοκή και το αυθεντικό ενδιαφέρον των κατοίκων της περιοχής και τα κοστούμια του Τσαρούχη, "έδεσαν" υποδειγματικά δίνοντας ένα άρτιο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα που αναδείκνυε την αλήθεια και την ελληνικότητα του καζαντζακικού πνεύματος. Το Μουσείο Καζαντζάκη είναι υπερήφανο που έχει στη συλλογή του ένα μικρό, αλλά σημαντικό μέρος αυτής της παραγωγής.